Μαρία Παπαγιάννη
Παπούτσια με φτερά
Πατάκης
Αν θεωρήσουμε πως ένα έργο τέχνης έχει τόσες ερμηνείες όσες και οι ανταποκρίσεις του κοινού που το παρακολουθεί, το παρατηρεί ή το διαβάζει, τότε θα λέγαμε πως το νέο βιβλίο της Μαρίας Παπαγιάννη είναι ένα έργο με πολλαπλά επίπεδα ανάγνωσης και αναγνωστικής ανταπόκρισης.
Ξεκινώντας από φράσεις ή στίχους που πιθανώς ενέπνευσαν την ίδια στη ζωή και στο έργο της, δημιουργεί ένα διακειμενικό υπόβαθρο σε 25 κεφάλαια, πάνω στο οποίο στήνει την ιστορία της αριστοτεχνικά. Μια ιστορία που κινείται ανάμεσα στο φανταστικό, ουτοπικό και στο πραγματικό, με ήρωες οι οποίοι παραπέμπουν σε μεγάλα λογοτεχνικά έργα και χαρακτήρες, όπως ο Δον Κιχώτης, ο Μαραμπού, ο Πάντα, ο Βαβέλ, αλλά και σε σύγχρονα όπως η Μαύρη Λίμνη της Μελίνας Καρακώστα.
Ο χώρος περισσότερο και λιγότερο ο χρόνος της αφήγησης είναι καθορισμένοι: μια αθηναϊκή γειτονιά (και για τους γνώστες και "ανιχνευτές" των αυτοβιογραφικών αναφορών, πιο συγκεκριμένα το Παγκράτι και η πλατεία Βαρνάβα) και ταυτόχρονα -μέσα σε εγκιβωτισμένες αφηγήσεις- η Πολιτεία του Βυθού, που εμένα προσωπικά μου θυμίζει την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. Και στους δύο τόπους η αποδοχή, η αλληλεγγύη, ο πολιτισμός αλλά και η πάλη με δυνάμεις καταστροφικές, που εναντιώνονται στη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητα, κυριαρχούν.
Η ιστορία ξεκινά κινηματογραφικά, με ένα φτερό που το φυσά ο άνεμος. Κι όπως το ταξιδεύει, πολλές ιστορίες μπορεί να πει ή να προκαλέσει στο μυαλό των ανθρώπων. Μια από αυτές είναι και η ιστρία του Άρη και της Ρόζας.
Ο Άρης με την κόρη του, η καλύτερα την πριγκίπισσά του, τη Ρόζα και το αηδόνι τους, τον Καρλίτο μένουν σε μια γειτονιά της Αθήνας, στη Χώρα των Γάτων, όπως οι ίδιοι την αποκαλούν, στην οδό Μοιρών. Ο Άρης ήταν ναυτικός, αλλά εγκατέλειψε τα ταξίδια για χάρη της κόρης του. Τώρα πια είναι ψαράς και γράφει ποιήματα. Γι' αυτό η Ρόζα τον αποκαλεί "Ψαροπόλεμό","Αρχιποιητή", "Ψυχοπονιάρη" ή "Παραμυθά". Η Ρόζα που μεγαλώνει χωρίς την παρουσία της μητέρας της, δεν μπορεί να περπατήσει καλά. Ωστόσο την αγάπη και την αποδοχή που τόσο χρειάζεται κάθε παιδί την εισπράτει τόσο από τον πατέρα της όσο και από ανθρώπους της γειτονιάς, όπως η κυρία Ειρήνη, η φίλη της η Αθηνά, ο φίλος της ο Κασίμ. Μια πολυπολιτισμική γειτονιά όπου συνυπάρχουν ζώα και άνθρωποι. Άνθρωποι ιδιαίτεροι, άνθρωποι "παράξενοι", άνθρωποι ονειροπόλοι, αλλά και άνθρωποι φοβισμένοι και ρατσιστές.
Μέσα σ' αυτή τη γειτονιά, από την οπτική γωνία της Ρόζας, περιγράφονται οι παράλληλες ζωές των κατοίκων της. Μέσα σ' αυτή τη γειτονιά η Ρόζα εκφράζει τους φόβους και τα συναισθήματά της, ενώ ταυτόχρονα "δραπετεύει" ονειρικά στην Πολιτεία του Βυθού, ως προσωπική διέξοδο ίσως στο πρόβλημα με το πόδι της, καθώς και στα αντικρουόμενα συναισθήματα που νιώθει, όταν καταλαβαίνει πως ο πατέρας της ενδιαφέρεται για μια νέα σύντροφο στη ζωή του. Η διαφυγή λοιπόν, της Ρόζας σε μια Πολιτεία που μάχεται για τη διάσωση των γλωσσών από τους Γλωσσοκτόνους, αποκτά και μια μετωνυμική σημασία σε σχέση με την εσωτερική της σύγκρουση αλλά και με τη σύγκρουση που συντελείται στο εξωτερικό περιβάλλον της ανάμεσα στην αποδοχή της διαφορετικότητας και τον ρατσισμό. Και οι δύο αυτές μάχες έχουν ως κοινό σημείο την υπεράσπιση της μοναδικότητας και της ιστορίας που κουβαλά ο κάθε ένας από εμάς, όπως φαίνεται και στο παρακάτω απόσπασμα:
"- Μα δεν καταλαβαίνω, γιατί οι Γλωσσοκτόνοι θέλουν να εξαφανίσουν όλες τις γλώσσες;
- Γιατί θέλουν να γίνουν πανίσχυροι, και η γλώσσα είναι όπλο. Αν δεν έχεις τη γλώσσα δεν μπορείς να μιλήσεις, να απαιτήσεις, να φωνάξεις.
- Ναι, αλλά πώς θα τα καταφέρουν; Πώς εξαφανίζονται οι γλώσσες;
- Πολλοί άνθρωποι φεύγουν από τον τόπο τους για να πάνε να βρουν δουλειά. Στην καινούρια πατρίδα μαθαίνουν αμέσως τη γλώσσα της και προσπαθούν να πετύχουν, ο καιρός περνάει, τα παιδιά τους δε θέλουν να ξεχωρίζουν.
- Τους καταλαβαίνω. Δεν είναι ωραίο να ξεχωρίζεις.
- Κι όμως Ρόζα, αν ξεχάσεις από πού έρχεσαι δε θα βρεις πού πρέπει να πας. Αν κάνεις καινούριους φίλους, θα πρέπει να ξεχάσεις τους παλιούς;
Η Ρόζα για λίγο σκέφτηκε την Αθηνά και τους φίλους της στον μικρό Παράδεισο κι ύστερα τον Χασίμ στην παλιά γειτονιά.
- Ξέρεις τι νομίζω εγώ; είπε ο Γκαμπίτο. Η γλώσσα δεν είναι μόνο τα λόγια. Είναι και η ιστορίά των ανθρώπων. Αυτά που θυμούνται αλλά και αυτά που ονειρεύονταν. Καταλαβαίνεις;
- Έτσι κι λετσι, έκανε η Ρόζα, που προσπαθούσε ολόψυχα να καταλάβει αλλά δεν τα κατάφερνε.
- Όταν χάνεται μια γλώσσα, χάνονται και όσα λέγονται σ' αυτήν, είπε η Νελ.
- Δηλαδή;
- Παραμύθια, τραγούδια, θρύλοι, παλιές προφητείες και όρκοι.
- Η γλώσσα, αγαπημένη μου Ροζαλία, ζει στις ψυχές των ανθρώπων". (σ. 131-132)
Όπως γίνεται, λοιπόν, φανερό η Μαρία Παπαγιάννη για ακόμη μία φορά συνυφαίνει στην αφήγησή της, με παραμυθιακό και λυρικό τρόπο, το όνειρο με τα σύγχρονα, καίρια ζητήματα, χωρίς ίχνος διδακτισμού, όπως γνωρίζει, εξάλλου, πολύ καλά να κάνει. Αυτό και μόνο φτάνει ως ένας καλός λόγος για να διαβάσει κάποιος το βιβλίο στην τάξη του και... όχι μόνο.
Από τη Χρύσα Κουράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου