Αγγελική Δαρλάση
Όταν έφυγαν τ' αγάλματα
Μεταίχμιο
Όταν έφυγαν τ' αγάλματα
Μεταίχμιο
Υπόθεση
Η Αγγελίνα, ένα κορίτσι "διαφορετικό" μεγάλωσε μέσα στο μουσείο σχεδόν. Οι γονείς της εργάζονταν εκεί, με αποτέλεσμα η Αγγελίνα να έχει φίλους της τα αγάλματα. Μοναδικός της αληθινός φίλος, ο Τίκο, ένα επίσης "διαφορετικό" παιδί. Όταν ο Μουσολίνι κήρυξε τον
πόλεμο στην Ελλάδα όσοι σχετίζονταν με το Μουσείο, από τους
αρχαιολόγους μέχρι τους απλούς εργάτες, όλοι μοιράζονταν μια κοινή
αγωνία∙ όλοι προστάτευαν το ίδιο μυστικό που έμοιαζε να συνοψίζεται σε
μία και μόνο φράση: «Να προλάβουμε…».
Η Αγγελίνα θα θελήσει να μάθει εκείνο το μυστικό και θα βοηθήσει τον Τίκο να κρύψει το δικό του.
Μια
βαθιά ανθρώπινη κι αντιπολεμική ιστορία για τη φιλία, την ενηλικίωση,
την αναζήτηση ταυτότητας και την ανάγκη διατήρησης της πολιτιστικής
κληρονομιάς, βασισμένη στην πραγματική ιστορία της απόκρυψης των
αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου, κατά τη διάρκεια του
Ελληνοϊταλικού πολέμου.
Γιατί να το διαβάσω;
Η Αγγελική Δαρλάση με τη μοναδική αμεσότητα στη γραφή της μας χαρίζει ακόμη ένα βιβλίο, το οποίο ισορροπεί μοναδικά ανάμεσα σε δυο βασικά θέματα: την πραγματική ιστορία της απόκρυψης των αρχαιοτήτων του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου κατά τη διάρκεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου και τη διαφορετικότητα ως χαρακτηριστικό των ηρώων της. Παράλληλα με τα δυο αυτά θέματα αναπτύσσονται και άλλα, όπως η φιλία, η διαδικασία ενηλικίωσης, η ανάγκη διατήρησης πολιτιστικής κληρονομιάς, ο πόλεμος, η Αντίσταση, η απελευθέρωση, η προσφυγιά.
Οι μυθοπλαστικοί χαρακτήρες, άρτια δομημένοι, διακρίνονται από τη μοναδικότητα και τη διαφορετικότητά τους, η οποία πάντα υπάρχει με κάποιο τρόπο στα βιβλία της Δαρλάση. Η Αγγελίνα έχει ένα ατροφικό χέρι, γεγονός που την κάνει να μοιάζει με τα αγάλματα του Μουσείου και την οδηγεί στο να δημιουργήσει μια στενή σχέση μαζί τους. Ο Τίκο, ο καλός της φίλος, είναι μοναχικός και περιθωριοποιημένος, εξαιτίας των πολύ χοντρών γυαλιών που αναγκάζεται να φοράει. Η μητέρα της Αγγελίνας, πρόσφυγας από τη Μ. Ασία, είναι επίσης περιθωριοποιημένη από την ελληνική κοινωνία λόγω της καταγωγής της. Τέλος, τα αγάλματα του Μουσείου είναι το καθένα διαφορετικό και μοναδικό για ποικίλους λόγους.
Κι ενώ η διαφορετικότητα διεισδύει σε κάθε μόριο του κειμένου, παράλληλα ο πόνος της προσφυγιάς και της απώλειας ενώνεται με τον πόνο του πολέμου. Οι μνήμες και το μυθοπλαστικό "παρόν" συνδυάζονται ως μια συνέχεια κι ενώ χρονικά δεν σχετίζονται, κατορθώνουν να δίνουν μια επίκαιρη εικόνα της σύγχρονης πια πραγματικότητας. Διαβάζοντας κανείς την περιγραφή εγκατάλειψης των Ελλήνων Μικρασιατών του σπιτιού και της περιουσίας τους (σ. 149-154) δεν μπορεί παρά να μη σκεφτεί το παρελθόν και το παρόν της ελληνικής κοινωνίας και των σύγχρονων προσφύγων και να "λυγίσει". Ταυτόχρονα οι πτυχές του πολέμου που εκτυλίσσεται στο παρόν του βιβλίου δίνονται παραστατικά, χωρίς μελοδραματικά στοιχεία, αλλά και χωρίς δισταγμό στην αποτύπωση της απώλειας και του πόνου που αυτός επιφέρει.
Κι όλα αυτά αποδίδονται στη γραφή της Αγγελικής Δαρλάση μέσα από ευρηματικές αφηγηματικές τεχνικές που κάνουν τον αναγνώστη να περιδιαβαίνει σε τόπους και χρόνους αβίαστα. Η διατήρηση δύο αφηγηματικών επιπέδων (από την μια της εκτυλισσόμενης ιστορίας και από την άλλη η ομιλία και η συνομιλία των αγαλμάτων με την ηρωίδα) προσδίδουν δυναμισμό στην αφήγηση και επιτρέπουν στους "αφανείς ήρωες" της ιστορίας, τα αγάλματα, να αποκαλύψουν τη δική τους οπτική, να συστηθούν, να λειτουργήσουν ως καταλύτες της πλοκής, ως συγγραφική φωνή και ως στοιχεία προϊκονομίας. Μοναδικές και πολύ δυνατές οι σκηνές όπου τα αγάλματα, θαμμένα πια στο χώμα, μιλούν για το πώς μπορεί να νιώθει κάποιος κάτω από το χώμα, προϊκονομώντας τον θάνατο του Τίκο (σ.178), η συνομιλία της Αγγελίνας με το άγαλμα της Σειρήνας για τη διαφορετικότητα (σ.181-182) και ο παραλληλισμός αγαλμάτων και ανθρώπων στην Κατοχή (σ.197). Τέλος, θα πρέπει να αναφέρουμε πως ο ρεαλισμός στην ιστορία, παρόλο που κινείται ανάμεσα στο πραγματικό και το φανταστικό, υπάρχει και "επισφραγίζεται" με την ύπαρξη αληθινών, υπαρκτών ηρώων, όπως η κα Σέμνη Καρούζου, η Μαρία Κάλλας, ο Σπύρος Ιακωβίδης, η Αθηνά Καλογεροπούλου.
Ολοκληρώνοντας τους λόγους για να διαβάσει κανείς αυτό το βιβλίο στην τάξη, θα ήθελα να αναφερθώ στο τέλος του βιβλίου. Ένα τέλος που δεν είναι ούτε παραμυθένιο ούτε πολύ καλό, αλλά απολύτως αληθινό και κατά βάση αισιόδοξο. Ο θάνατος του Τίκο είναι το "αναγκαίο κακό" για να δηλωθεί πως η ειρήνη δεν κατακτάται χωρίς θυσίες και πως "τα παραμύθια έχουν καλό και άλλοτε κακό τέλος. Γιατί έτσι είναι η ζωή..."
Από τη Χρύσα Κουράκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου